- Ορνός
- Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Μυκόνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
AVERNUS — lacus Campaniae, prope Baias, quem Plutoni dicatum et inferorum limen esle rudis vetustas credidit. Dictus quasi ἄορνος, h. e. avibus carens. Vide Aornus. Ita autem ab Aristotele in Admirandis describitur: Περὶ την` Κύμην την εν Ι᾿ταλία λίμνη… … Hofmann J. Lexicon universale
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
άορνος — Ονομασία δύο αρχαίωνπόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας που είχε νεκρομαντείο. Στην περιοχή αναδίδονταν αναθυμιάσεις που καθιστούσαν αδύνατη τη ζωήστα πουλιά (στερητικό α + ορνός). 2. Μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βακτριανής. Την κατέλαβε o Mέγας … Dictionary of Greek
ερινός — και ορνός, ο [ερινεός] βλ. ερινεός … Dictionary of Greek